-
1 κατακουω
(fut. κατακούσομαι)1) воспринимать слухом, слышать(σύριγγος ἰάν Eur.; ἠχήν Plat.; οὐ κ. διὰ πάταγον Plut.)
2) слушать(αὐλοῦντος Arst.)
3) подслушивать(ὅ θυρωρὸς κατήκουεν ἡμῶν Plat.)
4) слушаться, повиноваться5) находиться в подчинении, покорятьсяἐπὴ δουλοσύνῃ τινὴ κ. Her. — быть в рабстве у кого-л.
-
2 ια
I.ἰάIион. ἰή (ῐ) ἥ голос, вопль(θρηνητῆρος Aesch.)
ἰ. παιδός Her. — лепет ребенка;ἰ. σύριγγος Eur. — звук свирелиIIII.ἴαIIIἴα γῆρυς Hom. — один голос;
τέν ἴαν (sc. μοῖραν) Hom. — одну часть
См. также в других словарях:
ιά — (I) ἰά, ιων. τ. ἰή, ἡ (Α) 1. (για έμψυχα) ιωή*, κραυγή, φωνή 2. (για άψυχα) κλαγγή, ήχος («σύριγγος ἰὰν κατακούω», Ευρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. ιήιος]. (II) ἰά, τὰ (Α) (ετερόκλιτο, πληθ. τού ιός) βέλη («ἔχων ἰὰ πτερόεντα», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. ιός … Dictionary of Greek
νυκτίβρομος — νυκτίβρομος, ον (Α) αυτός που θορυβεί, που τραγουδάει κατά τη νύχτα («νυκτιβρόμου σύριγγος ἰὰν κατακούω», Ευρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < νυκτι (βλ. ετυμολ. λ. νύχτα) + βρόμος «θόρυβος»] … Dictionary of Greek